σκληραυχενία

σκληραυχενία
ἡ, Α [σκληραύχην, -ενος]
μτφ. (για άλογα) η ιδιότητα τού σκληραύχενος, το να είναι κανείς ατίθασος, το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”